Η απώλεια των τριχών του τριχωτού της κεφαλής οδηγεί σε μία κατάσταση που στην δερματολογία ονομάζεται αλωπεκία και η οποία συχνά έχει σημαντικές επιπτώσεις στην ζωή μας. Οι αλωπεκίες διακρίνονται στις ουλωτικές και στις μη-ουλωτικές. Στην πρώτη περίπτωση καταστρέφονται τα τριχοθυλάκια (σχηματισμοί μέσα στο δέρμα από τους οποίους παράγονται οι τρίχες) ενώ στην δεύτερη τα τριχοθυλάκια σταδιακά ατροφούν με αποτέλεσμα να επηρεάζεται τόσο ο ρυθμός ανάπτυξης όσο και η διάμετρος της τρίχας.
Η πιο συχνή από τις μη-ουλωτικές αλωπεκίες είναι η ανδρογενετική αλωπεκία ή εξαρτώμενη από ανδρογόνα αλωπεκία. Επίσης διάφορα φάρμακα, ενδοκρινολογικές παθήσεις (π.χ. θυρεοειδοπάθειες), αυτοάνοσα νοσήματα, έντονο stress μπορεί να προκαλέσουν τριχόπτωση.
Η ανάπτυξη της τρίχας περιλαμβάνει διαφορετικές φάσεις, την αναγενή κατά την οποία η τρίχα αναπτύσσεται, την καταγενή η οποία αποτελεί ένα μεταβατικό στάδιο προς την τελογενή φάση όπου σταματά η ανάπτυξη της τρίχας.
Φυσιολογικά το 84% περίπου των τριχών μας βρίσκονται σε φάση ανάπτυξης και η οποία μπορεί να διαρκέσει από κάποιους μήνες έως 7 χρόνια. Σε ότι αφορά την τελογενή φάση το 14% των τριχών βρίσκονται φυσιολογικά σε αυτή. Τα μαλλιά μας μεγαλώνουν 0.35-0.37mm την ημέρα. Όσο περισσότερο διαρκεί η αναγενής φάση τόσο πιο μακριά είναι τα μαλλιά.
Αυτό που συμβαίνει στην ανδρογενετική αλωπεκία (κοινή φαλάκρα) είναι σταδιακή λέπτυνση και αραίωση των τριχών σε συγκεκριμένες ορμονικά ελεγχόμενες περιοχές του τριχωτού της κεφαλής. Στους άνδρες παρατηρείται στην μετωπιαία, κροταφοβρεγματική περιοχή με υποχώρηση της γραμμής της τριχοφυίας, ενώ στις γυναίκες παρατηρείται περισσότερο διάχυτη λέπτυνση κατά μήκος της βρεγματικής περιοχής χωρίς να υποχωρεί η γραμμή της τριχοφυίας. Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση της ανδρογενετικής αλωπεκίας στους άνδρες είναι η μινοξιδίλη και η φιναστερίδη. Η μινοξιδίλη εφαρμόζεται στις προβληματικές περιοχές του τριχωτού της κεφαλής με τη μορφή διαλύματος δύο φορές την ημέρα. Στους ασθενείς με καλή ανταπόκριση η ελάττωση της απώλειας των τριχών αρχίζει να γίνεται αισθητή μετά από 3 μήνες θεραπείας, ενώ η αποτελεσματικότητά της κορυφώνεται μετά τους 6 μήνες και στον χρόνο σταθεροποιείται. Η βελτίωση χάνεται όταν η θεραπεία διακόπτεται επί 3-4 μήνες.
Η φιναστερίδη είναι φάρμακο το οποίο χορηγείται από το στόμα, χρησιμοποιείται επίσης στην υπερτροφία του προστάτη σε υψηλότερες όμως δόσεις.
Στις γυναίκες τα φάρμακα που χρησιμοποιούμε για την αντιμετώπιση της ανδρογεννητικής αλωπεκίας είναι η μινοξιδίλη και τα αντισυλληπτικά.
Ενθαρρυντικά νέα για την αντιμετώπιση της ανδρογενετικής αλωπεκίας υπάρχουν από τον χώρο της μεταμόσχευσης μαλλιών. Μεταφέρονται μεμονωμένα τριχοθυλάκια στις περιοχές αραίωσης από τις περιοχές “δότριες” τα οποία διατηρούν τα γενετικά χαρακτηριστικά τους και δεν πέφτουν με την πάροδο του χρόνου. Τα αποτελέσματα είναι μόνιμα γιατί τα μαλλιά της “δότριας” περιοχής είναι γενετικά προγραμματισμένα να διατηρηθούν εφ’ όρου ζωής.
Μια άλλη καινούργια θεραπεία που εφαρμόζεται στην ανδρική αλλά και την γυναικεία τριχόπτωση είναι η αυτόλογη μεσοθεραπεία PRP. Το PRP είναι μια μέθοδος ανάπλασης με αυξητικούς παράγοντες ενεργοποιημένων αιμοπεταλίων. Οι αυξητικοί αυτοί παράγοντες ενεργοποιούν τα τριχοθυλάκια και αποκαθιστούν την αραίωση του τριχωτού της κεφαλής.
Η θεραπεία ξεκινά με τη συλλογή 8-20ml αίματος του ασθενή. Στη συνέχεια το αίμα φυγοκεντρείται για περίπου 8 λεπτά. Το πλάσμα που προκύπτει από τη φυγοκέντρηση ενεργοποιείται πριν την έγχυση στο τριχωτό της κεφαλής με διάλυμα χλωριούχου ασβεστίου. Aμέσως μετά εγχύεται στο τριχωτό της κεφαλής.
Τα μαλλιά μας δεν επηρεάζονται μόνο από ορμονικούς παράγοντες. Φάρμακα αλλά και το έντονο stress μπορεί να οδηγήσουν σε τριχόπτωση. Στις περιπτώσεις αυτές μιλάμε για τελογενή τριχόροια, μπορεί να διαρκέσει 3-4 μήνες, ενώ η πυκνότητα των μαλλιών μπορεί να χρειασθεί 6-12 μήνες για να αποκατασταθεί.
Η μετά τον τοκετό περίοδο αποτελεί ένα συχνό αίτιο τελογενούς τριχόροιας. Κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης τα οιστρογόνα οδηγούν σε παράταση της φάσης ανάπτυξης των μαλλιών, στην μετά όμως τον τοκετό περίοδο η μείωση των οιστρογόνων οδηγεί σε τριχόπτωση.
Επίσης τόσο ο υπερ όσο και ο υποθυρεοειδισμός είναι συχνά αίτια τριχόπτωσης και συγκεκριμένα τελογενούς τριχόροιας.