Πρόκειται για καλοήθεις πολλαπλασιασμούς ενδοθηλιακών κυττάρων τα οποία αρχικά αναπτύσσονται γρήγορα και στην συνέχεια υποστρέφουν αυτόματα.
Τα αιμαγγειώματα εμφανίζονται στο 1.0%-2.6% των υγιών νεογνών. Συνήθως δεν είναι παρόντα στην γέννηση αλλά αναπτύσσονται μέσα στις πρώτες εβδομάδες της ζωής. Στην φάση αυτή βλέπουμε τις πρόδρομες βλάβες των αιμαγγειωμάτων.
Η πιο συχνή αρχική κλινική εικόνα ενός αιμαγγειώματος είναι τηλεαγγειεκτασίες (ευρυαγγείες) περιβαλλόμενες από ισχαιμικό(λευκό) δακτύλιο. Επίσης μπορεί να εμφανισθούν και ως κυανωτικές (σαν εκχύμωση) περιοχές περιβαλλόμενες από ισχαιμικό δακτύλιο. Τις επόμενες εβδομάδες οι πρόδρομες αυτές βλάβες των αιμαγγειωμάτων αλλάζουν σταδιακά μορφή και εξελίσσονται σε κάποιον από τους 3 τύπους αιμαγγειώματος τον επιφανειακό, τον μικτό και τον εν τω βάθει. Ο επιφανειακός και ο μικτός είναι ο πιο συχνός τύπος αιμαγγειώματος. Τα επιφανειακά αιμαγγειώματα εμφανίζονται ως ερυθρές αγγειακές πλάκες η επιφάνεια των οποίων είναι λοβωτή. Τα εν τω βάθει αιμαγγειώματα είναι πιο σπάνια. Εμφανίζονται ως θερμές υποδόριες μάζες ενώ η υπερκείμενη επιδερμίδα είναι φυσιολογική ή παρουσιάζει κάποιες επιφανειακές αλλοιώσεις όπως ευρυαγγείες.
Αρκετά αιμαγγειώματα εμφανίζουν χαρακτηριστικά τόσο επιφανειακών όσο και εν τω βάθει αιμαγγειωμάτων και παρουσιάζουν ένα καλά διακριτό επιφανειακό τμήμα και ένα περισσότερο δυσδιάκριτο εν τω βάθει τμήμα.
Η αιτία των αιμαγγειωμάτων είναι άγνωστη. Από τις προτεινόμενες ως τώρα θεωρίες η θεωρία της υποξίας είναι η πιο πιθανή. Επίσης παρατηρείται αυξημένη συχνότητα των αιμαγγειωμάτων στα πρόωρα καθώς και στα κορίτσια σε σχέση με τα αγόρια.
Τρεις κλινικές φάσεις χαρακτηρίζουν την ανάπτυξη των αιμαγγειωμάτων: πρώτη είναι η φάση πολλαπλασιασμού, δεύτερη η φάση υποχώρησης και τελευταία η φάση τελικής υποχώρησης. Η φάση πολλαπλασιασμού παρατηρείται κατά τον πρώτο χρόνο ζωής του παιδιού, στα εν τω βάθει αιμαγγειώματα η φάση αυτή μπορεί να διαρκέσει πιο πολύ.
Τα αιμαγγειώματα αναπτύσσονται σε διάστημα 10-12 μηνών και υποχωρούν σε διάστημα 2-10 ετών. Το 30% των αιμαγγειωμάτων υποχωρούν σε ηλικία 3 ετών,το 50% σε ηλικία 5 ετών, το 70% σε ηλικία 7 ετών, άνω του 90% των αιμαγγειωμάτων έχει υποχωρήσει σε ηλικία 10-12 ετών.
Η πλειοψηφία των αιμαγγειωμάτων δεν χρειάζεται θεραπεία και υποστρέφει αυτόματα. Η τακτική της μη θεραπείας και της αναμονής της αυτόματης υποχώρησης του αιμαγγειώματος, έχει αποδειχθεί πως οδηγεί στα καλύτερα αισθητικά αποτελέσματα. Οι περιπτώσεις που θα πρέπει κανείς να ξεκινήσει θεραπεία είναι εκείνες των αιμαγγειωμάτων που απειλούν τη ζωή ή σημαντικές λειτουργίες του παιδιού όπως η όραση, η σίτιση και η αναπνοή. Επίσης θα πρέπει να χορηγείται θεραπεία σε αιμαγγειώματα συγκεκριμένων ανατομικών θέσεων όπως μύτη, χείλη, μεσόφρυο, αυτιά τα οποία μπορεί να οδηγήσουν σε παραμορφώσεις ή ουλές. Τέλος μπορεί να χορηγηθεί θεραπεία και στα εξελκωμένα (με πληγή) αιμαγγειώματα.
Εάν αποφασίσουμε να χορηγήσουμε θεραπεία θα πρέπει να ξεκινήσουμε νωρίς στην φάση πολλαπλασιασμού. Η θεραπεία εκλογής είναι η από του στόματος χορήγηση propranolol και τα κορτικοστεροειδή.
Σε μικρά και επιφανειακά αιμαγγειώματα μπορούμε να δοκιμάσουμε την τοπική χορήγηση β-αναστολέων (timolol κρέμα 2 φορές την ημέρα για διάστημα 6-12 εβδομάδων) καθώς και την κρέμα aldara (συνήθως χρειάζεται εφαρμογή για διάστημα περίπου 10 εβδομάδων).